Γιατί οι πλούσιοι δεν έχουν κουρτίνες

 

Πλούτος και υπεροψία, δείχνουν πως πράγματι, πάνε μαζί. Τα “ακάλυπτα” παράθυρα έχουν γίνει αντικείμενο σχολιασμού το τελευταίο διάστημα στα social media, ή αν θέλετε, είναι ένα θέμα που επανήλθε στη δημόσια συζήτηση. Το ερώτημα απλό και καθημερινό: Γιατί κάποια σπίτια δεν έχουν κλειστές τις κουρτίνες τους; Και δη, στις “ακριβές” γειτονιές;Το θέμα των ακάλυπτων παραθύρων στην περιοχή του Brooklyn Heights της Νέας Υόρκης, έγιναν αντικείμενο ανάλυσης από τους New York Times και το περιοδικό The Root, τα οποία αναφέρουν πως οι νεαροί πλούσιοι κάτοικοι της περιοχής, ζουν σε αυτά τα σπίτια σε “gentrified” περιοχές.


Η έλλειψη κουρτίνας έγινε και viral trend στο TikTok από περαστικούς που μπαίνουν στον πειρασμό να καταγράψουν το εσωτερικό των σπιτιών. Το φαινόμενο είναι πιο έντονο στις μεγάλες πόλεις, αλλά όπως αναφέρει το The Atlantic, η σύνδεση πλούτου και ακάλυπτων παραθύρων επεκτείνεται σε όλες τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, αναφέρεται πως οι Αμερικανοί πολίτες που βγάζουν περισσότερα από 150.000 δολάρια τον χρόνο, είναι δύο φορές πιο πιθανό να αφήνουν τα παράθυρά τους ακάλυπτα σε σχέση με εκείνους που βγάζουν 20.000 ή 30.000 δολάρια. Το παραπάνω επιβεβαιώνεται από μια στοχευμένη έρευνα του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ, η οποία υπογραμμίζει την όλη τάση: Η επιλογή να τραβήξετε ή όχι τις κουρτίνες σας, έχει να κάνει με την τάξη στην οποία ανήκετε.Είναι προφανώς αδιαμφισβήτητο πως τα ανοιχτά παράθυρα προσφέρουν φυσικό φως και γενικώς ευνοούν την ευεξία. Στα αρνητικά είναι ότι προσφέρουν θέα του εντός προς τον έξω κόσμο των διερχόμενων, ιδίως το καλοκαίρι. Για τον περισσότερο κόσμο οι έγνοιες για τα οικονομικά και την ασφάλεια έρχονται πιο ψηλά από ζητήματα αισθητικής και ψυχικής υγείας. Ωστόσο, δεν φαίνεται πως ισχύει το ίδιο ακριβώς για τους πιο εύρωστους, με αποτέλεσμα τα παράθυρά τους να μετατρέπονται σε ένα σύμβολο κύρους.Η όλη συνήθεια άρχισε να εμφανίζεται χρονικά στις αρχές των 00s στο Manhattan, όπως έγραφαν οι New York Times, ενώ στα 90s εμφανίστηκε η “ενιαία κουρτίνα” και ο μινιμαλισμός στην κάλυψη των παραθύρων.


Ο καθηγητής αρχιτεκτονικής Kevin Van Den Wymelenberg του Πανεπιστημίου της Nebraska λέει στο The Atlantic πως όσο πιο πυκνοκατοικημένη είναι μια περιοχή, τόσο περισσότερα κλειστά παράθυρα αντικρίζει κανείς, καθώς υπάρχει διάχυτος φόβος για διαρρήξεις. “Επειδή οι άνθρωποι αισθάνονται πως ζουν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, ανάμεσα σε αγνώστους”. Ωστόσο αυτό δεν ισχύει στις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές. “Εκεί βλέπεις κάποια κλειστά παράθυρα σε χώρους που ζητούν ιδιωτικότητα και ανοιχτά σε χώρους που ζητούν περισσότερο φως”.


Παράλληλα, φαίνεται πως τα ανοιχτά παράθυρα αποτελούν και μια δήλωση ασφάλειας. Στην Ολλανδία και τη Δανία, χώρες όπου η εγκληματικότητα δεν καταγράφει υψηλά νούμερα, τα κλειστά παράθυρα δεν είναι κανόνας. Στην Ολλανδία βέβαια η παράδοση κρατά από τον Καλβινισμό, έναν κλάδο του Προτεσταντισμού, που υπαγορεύει ότι “οι έντιμοι πολίτες δεν έχουν τίποτα να κρύψουν” και οι κουρτίνες παραθύρων μπορεί να υποδηλώνουν το αντίθετο. Τα “ανοιχτά παράθυρα” είναι στο DNA πλέον των κατοίκων της εν λόγω χώρας.Στις δε ΗΠΑ, οι πιο πλούσιοι αρκούνται στα συστήματα security που κοστίζουν ακριβά, αφήνοντας τα σπίτια τους “ακάλυπτα” προς τα περίεργα βλέμματα που ζηλεύουν, ενδεχομένως, την ευμάρειά τους.


WEALTH PORN

Σχετικά τώρα με το γιατί είμαστε περίεργοι με τα “πλούσια σπίτια των άλλων”, ο καθηγητής οικονομικών Nicholas Bloom του Stanford αναφέρει στους New York Times πως τα social media μας έχουν κάνει σταδιακά “κλέφτες πλούτου”. “Τα social media μας έχουν μάθει να κολλάμε τις μύτες μας στα ψηφιακά παράθυρα την ώρα που νεόπλουτοι μοστράρουν τα ακριβά τους γκάτζετ, αυτοκίνητα, τα ρούχα τους που έχουν φτιάξει διάσημοι σχεδιαστές, τις ντουλάπες τους στα τεράστια διαμερίσματά τους, τις ακριβές τσάντες. Ξοδεύουμε περισσότερο χρόνο στο να τσεκάρουμε πώς ζουν οι “rich and famous” και ενδιαφερόμαστε λιγότερο για τους γείτονές μας”, τονίζει.


Είναι αυτό που περιγράφει η διευθύντρια σύνταξης του Town & Country Magazine, Stellene Volandes, ως “wealth porn”. Το μότο που πλέον διαπερνά τα social media είναι πως όλοι μπορούν να δουν τα πάντα, το οποίο δείχνει να “μεταλαμπαδεύεται” στην καθημερινότητα εκείνων που μπορούν να το υποστηρίξουν. Οι NY Times αναφέρουν μάλιστα σε παλαιότερο άρθρο τους, πως στα 80s, οι πλούσιοι Αμερικάνοι πολίτες συνήθιζαν να κρύβουν τα πλούτη τους, δεκαετίες πριν την κυριαρχία των μέσων δικτύωσης. Από την άλλη, όπως αναφέρει ο William Norwich, πρώην gossip αρθρογράφος της The New York Post, “στα 80s μπορούσες να κάνεις ένα πολυτελές πάρτι σε δημόσιο χώρο και ελάχιστοι δημοσιογράφοι θα ασχολούνταν μαζί σου. Οι δημόσιες υπερβολές των 80s δεν θα μπορούσαν να γίνουν αν όλοι είχαν από ένα iPhone στο χέρι”.


Αξίζει δε να αναφέρουμε πως στις ΗΠΑ ζει το ένα τρίτο των υπερπλουσίων ολόκληρου του πλανήτη, με τη συγκέντρωση πλούτου στις Πολιτείες να παραμένει αναλογικά πιο υψηλά σε σχέση με τα άλλα κράτη του πλανήτη.


Το The Root θέτει και το φυλετικό ζήτημα στην όλη εξίσωση. Όπως αναφέρει, στα σπίτια το ενοίκιο των οποίων μπορεί να φτάνει τα 3.000 δολάρια τον μήνα μετακομίζουν κατά βάση λευκοί τριαντάρηδες ηλικιακά, σε διαμερίσματα ορόφων όπου δεν ασχολούνται με το να επενδύσουν στις κουρτίνες. “Περνάς από αυτές τις γειτονιές του Pittsburgh και μπορείς να τους δεις να τρώνε μπέργκερ των 28 δολαρίων και να μην τους ενδιαφέρει αν τους βλέπεις από μακριά”, γράφει ο αρθρογράφος.

“Γιατί γίνεται όλο αυτό; Νομίζω πως είναι αποτέλεσμα ύβρις. Αυτοί οι άνθρωποι πιστεύουν πως οι τρέντι γειτονιές στις οποίες μετακόμισαν τους ανήκουν, ότι κατέχουν τον αστικό χώρο στον οποίο ζουν, και με το να μην ασχολούνται με την κάλυψη των παραθύρων τους υποδηλώνει έναν υποσυνείδητο χλευασμό, μια διάχυτη έλλειψη αυτοσυνείδησης που κάνει τους περισσότερους ανθρώπους να κρύβουν αντανακλαστικά τους χώρους διαβίωσής τους. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν τους ξένους, αλλά οι πλούσιοι δεν κάνουν τίποτα γι’ αυτό γιατί δεν πιστεύουν ότι χρειάζεται. Ή ίσως ξόδεψαν τόσα πολλά χρήματα σε ενοίκια και αβοκάντο που δεν τους έμειναν λεφτά για κουρτίνες και στόρια. Ποιος ξέρει;”.


Η παραίτηση βέβαια από τις κουρτίνες και τα παντζούρια δεν ήταν πάντα τόσο δελεαστική. Όταν εμφανίστηκαν διαφανή γυάλινα παράθυρα στην Ευρώπη στα τέλη του 18ου αιώνα, πυροδότησαν φόβους για αδιάκριτους γείτονες αλλά και υπερβολική αφθονία φωτός. Μάλιστα, ο Όσκαρ Ουάιλντ παραπονέθηκε το 1884 ότι “τα περισσότερα σύγχρονα παράθυρα είναι πολύ μεγάλα και λαμπερά”.


Οι κουρτίνες ήταν τότε μια φυσική λύση και τα σπίτια χωρίς κουρτίνες γίνονταν αντιληπτά ως… “η επιτομή της φτώχειας”.


Για την ιστορία, οι πρώτες κουρτίνες ήταν φτιαγμένες από δέρμα, ενώ στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από βαριά μάλλινα υφάσματα. Οι πρώτες δε καταγράφονται στην αρχαία Όλυνθο και Πομπηία. Τα πρώτα υφάσματα για κουρτίνες κατασκευάστηκαν στην Ιταλία της Αναγέννησης, με το εμπόριο κουρτίνας να ανθίζει στη χώρα. Πριν το 1900 μόνο τα παλάτια και τα αρχοντικά είχαν κουρτίνες, καθώς ήταν είδος πολυτελείας. Αντιθέτως, τα “σπίτια του λαού” χρησιμοποιούσαν παντζούρια για την μόνωση του χώρου.


Μετά το 1900, η βιομηχανία του υφάσματος αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό που πλέον οι κουρτίνες έγιναν αγαθό προσιτό προς όλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

☛❤ Thanks for Comments ❤☚