Φτάσαμε να βάζουμε τα ζώα πιο πάνω από τους ανθρώπους, δεν φροντίζουμε τον γείτονά μας αλλά τα αδέσποτα.

 

Αναμένοντας τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών που σχετίζονται με τον βίαιο θάνατο του Ολιβερ, κι ενώ ακόμη οι διάφορες ερμηνείες αναδύονται και συγκρούονται, έχει ίσως νόημα να σκεφτούμε πάνω στην έκταση που πήρε το συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς και στην ένταση των συναισθημάτων και των αντιδράσεων που προκαλεί.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, πρέπει να σημειώσουμε ότι η λογική και το ύφος πολλών από τις θέσεις που εκφράστηκαν προσδιορίζεται από τα προσίδια χαρακτηριστικά του ψηφιακού. Για να πάρουμε δύο παραδείγματα από τα άκρα του φάσματος, από τη μία είχαμε την προτροπή σε ακύρωση μιας ολόκληρης περιοχής, ενώ από την άλλη την επισήμανση ότι ο θάνατος του Ολιβερ υπερπροβάλλεται σε σχέση με τον θάνατο της πενηντάχρονης γυναίκας από επίθεση σκύλων στη Νεοχωρούδα της Θεσσαλονίκης, επειδή τάχα αυτή η προβολή κολακεύει τις σύγχρονες ευαισθησίες. Όλα αυτά συνοδεύτηκαν από τα γνωστά σχόλια, τις αντεγκλήσεις και τους συνειρμούς για το πότε η αστυνομία συλλαμβάνει γρήγορα έναν δράστη και πότε όχι, για το πότε οι κάμερες ασφαλείας λειτουργούν και πότε μένουν κλειστές, για το τι ψηφίζει ο εκάστοτε παραβάτης και ούτω καθεξής – αντεγκλήσεις και συνειρμοί, ας το σημειώσουμε, που δεν αφορούν μόνο το τι πρέπει να γίνει, αλλά και το τι όντως έγινε, έριδες όχι μόνο για το δέον αλλά και για την αλήθεια.Δεν μπορούμε όμως να περιοριστούμε στα εγγενή χαρακτηριστικά των ψηφιακών αντιπαραθέσεων και της ιντερνετικής βούλησης για γνώμη. Κι αυτό όχι μόνο επειδή οι συζητήσεις για τον Ολιβερ δεν παρέμειναν περιχαρακωμένες στην ψηφιακή σφαίρα –όλο και λιγότερο διαχωρίσιμη, εξάλλου, από τις υπόλοιπες, μη ψηφιακές σφαίρες– αλλά οδήγησαν και σε μια σημαντική πορεία διαμαρτυρίας μπροστά στη Βουλή. Επιπρόσθετα, δεν μπορούμε να απομειώσουμε τις αντιδράσεις γύρω από τον Όλιβερ σε ένα απλό φαινόμενο του διαδικτύου για τον λόγο ότι η ένταση και το πάθος τους υποδεικνύει κάτι ακόμα σημαντικό για τις σύγχρονες κοινωνίες: την ανατίμηση των ζητημάτων που αφορούν τα ζώα.

[kath-read-more post="562818355"]


Για το θέμα μιλούν έρευνες τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές: δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με την κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των κατοικιδίων, αλλά και με τον ιδιαίτερο τρόπο συμπερίληψης αυτών των κατοικιδίων στο σπίτι ή την οικογένεια. Ψυχολογικές μελέτες υποδεικνύουν ότι το πένθος για την απώλεια ενός αγαπημένου ζώου είναι απολύτως πραγματικό και ότι αυτή η απώλεια βιώνεται ως απώλεια ενός αγαπημένου συγγενικού προσώπου.


Θα μπορούσε λοιπόν νόμιμα να θέσει κανείς το ερώτημα περί του τι καθρεφτίζεται στη σχέση μας με τα ζώα, τι βλέπουμε εκεί, τι προβάλλουμε πάνω τους, συνειδητά ή ασυνείδητα. Τι σηματοδοτεί η επαφή μας μαζί τους; Γιατί μας πληγώνει, γιατί μας ταράζει τόσο πολύ (και μας ταράζει στ’ αλήθεια, πέρα από κάθε υποκρισία ή ηθικολογία) η ιδέα της κακοποίησης του Όλιβερ συγκεκριμένα, όταν γνωρίζουμε ότι ταυτόχρονα συμβαίνουν χιλιάδες τέτοια περιστατικά που αφορούν ανθρώπους;


Στρεφόμενοι στα γραπτά στοχαστών της Σχολής της Φρανκφούρτης, όπως ο Αντόρνο και ο Χορκχάιμερ, είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι το ζώο γίνεται για μας σημείο απόθεσης χαρακτηριστικών που έχουν να κάνουν με την αγνότητα και την αθωότητα (τα ζώα δεν φταίνε, δεν έχουν δόλο, είναι ανυπεράσπιστα), αλλά την ίδια στιγμή και με την αγριότητα, τον ενστικτώδη και αχαλίνωτο βίο. Έτσι, όταν λέμε, με αφορμή τον θάνατο του Όλιβερ, ότι τα ζώα δεν θα έκαναν ποτέ κάτι τέτοιο, από τη μία προφανώς τα υπερασπιζόμαστε· από την άλλη όμως διαχωρίζουμε τον εαυτό μας από αυτά, αρνούμαστε τη δική μας ζωότητα – κάτι που φαίνεται και από τον χαρακτηρισμό ανθρωπόμορφα κτήνη που εκτοξεύεται ενίοτε προς τους δράστες.


Ο τρόπος που βλέπουμε τα ζώα, λοιπόν, μας λέει κάτι για τον εαυτό μας, όπως και για την κοινωνία μας. Την ίδια στιγμή, μιλώντας ίσως και από την καθορισμένη προσωπική μου σκοπιά, ως συγκάτοικος δύο γατών, είμαι εξαιρετικά καχύποπτος απέναντι στις θεωρήσεις που επιχειρούν να αναγάγουν τη σύγχρονη αγάπη για τα ζώα σε εγγενή ελλείμματα του σημερινού κοινωνικού δεσμού. Φτάσαμε να βάζουμε τα ζώα πιο πάνω από τους ανθρώπους, δεν φροντίζουμε τον γείτονά μας αλλά φροντίζουμε τα αδέσποτα.


Πέρα από το ότι τίποτα δεν μας εμποδίζει να φροντίζουμε και τον γείτονα και τα αδέσποτα (και πράγματι, συχνά οι πιο συμπαθείς γειτόνισσες είναι εκείνες που ταΐζουν τα ζώα), πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, προφανώς, η σχέση των ανθρώπων με τα μη ανθρώπινα ζώα είναι ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένη, όπως καθετί άλλο, και αλλάζει από εποχή σε εποχή. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν μας απαγορεύει να διακρίνουμε μια αξία στη σημερινή εποχή, την εποχή του εμβίου, όπως γράφει η γαλλίδα φιλόσοφος Κορίν Πελυσόν, στην οποία συνειδητοποιούμε θέλοντας και μη ότι και άλλες μορφές ζωής αγωνιούν και φοβούνται, πονούν και χαίρονται, είναι ριγμένες μαζί μας σε αυτόν τον κοινό πλανήτη και έχουν τα δικαιώματά τους.


Ολα αυτά φυσικά δεν σημαίνουν ότι πρέπει να εξισωθεί ποινικά η αφαίρεση της ζωής ενός ζώου με εκείνη της ζωής ενός ανθρώπου. Κάθε κοινωνία προτεραιοποιεί τα αγαθά που προστατεύει και η ίδια η έννοια της προτεραιοποίησης υπονοεί την ύπαρξη βαθμίδων, αποχρώσεων και διαμεσολαβήσεων, που συχνά εξαλείφονται από τις σχετικές συζητήσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

☛❤ Thanks for Comments ❤☚