Πρωταθλήτρια στις τιμές ρεύματος προ επιδοτήσεων αναδεικνύεται η Ελλάδα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, καθώς εμφανίζεται να έχει την υψηλότερη τιμή της κιλοβατώρας.
Μαζί με τις επιδοτήσεις βεβαίως η εικόνα αλλάζει και γίνεται αρκετά πιο θετική για τη χώρα μας, ωστόσο γεγονός παραμένει ότι για το πρώτο εξάμηνο του έτους οι Έλληνες καταναλωτές είδαν σημαντικές αυξήσεις στους λογαριασμούς τους. Πίσω από την εξέλιξη αυτή, βρίσκεται η περίφημη ρήτρα αναπροσαρμογής μέσω της οποίας οι εταιρείες μετέφεραν 100% τις αυξήσεις που έλαβαν χώρα στη χονδρεμπορική αγορά, λόγω των ανατιμήσεων στο φυσικό αέριο εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης.
Η κατάταξη
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat η Ελλάδα βρίσκεται στη 10η θέση ως προς την ευρωπαϊκή κατάταξη για τις τιμές του ρεύματος, λαμβανομένων υπόψη και των επιδοτήσεων που δίνονται στους καταναλωτές.
Συγκεκριμένα, η μέση τιμή λιανικής στην Ελλάδα για το πρώτο εξάμηνο του 2022 διαμορφώθηκε στα 0,2305 ευρώ/KWh. Η τιμή αυτή συμπεριλαμβάνει όλους τους φόρους αλλά και τις επιδοτήσεις που δίνονται από το κράτος.
Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Eurostat για το πρώτο εξάμηνο του 2022 ακριβότερη χώρα αναδεικνύεται η Δανία με μέση τιμή 0,4559 ευρώ/KWh ενώ ακολουθεί το Βέλγιο με 0,3377 ευρώ/KWh, η γειτονική Ιταλία με 0,3115 ευρώ/KWh και η Ισπανία με 0,3071 ευρώ/KWh.
Ακριβότερες από την Ελλάδα είναι επίσης η Τσεχία, η Κύπρος, η Ιρλανδία, η Σουηδία και η Ρουμανία.
Στον αντίποδα χαμηλότερες τιμές κιλοβατώρας έχουν οι εξής χώρες: Αυστρία, Λετονία, Λιχτενστάιν, Γαλλία, Πορτογαλία, Εσθονία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Φινλανδία, Σλοβακαία, Ισλανδία, Λιθουανία, Πολωνία, Σλοβενία, Κροατία, Μάλτα, Μολδαβία, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο, Ουγγαρία, Β. Μακεδονία, Βοσνία, Τουρκία, Σερβία, Γεωργία, Κόσοβο, Ολλανδία.
Εάν όμως εξαιρεθούν οι φόροι και οι επιδοτήσεις τότε σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση με μέση τιμή 0,3118 ευρώ/KWh. Στη δεύτερη θέση πίσω από την Ελλάδα βρίσκεται το Βέλγιο (0,2739 ευρώ/KWh) και ακολουθούν Ιταλία (0,2671 ευρώ/KWh), Ιρλανδία (0,2665 ευρώ/KWh), Ισπανία (0,2579 ευρώ/KWh), Δανία (0,2371 ευρώ/KWh).
Οι αιτίες
Οι τιμές της Eurostat αφορούν στο διάστημα του πρώτου εξαμήνου του 2022, που σημαίνει ότι δεν περιλαμβάνουν το νέο μοντέλο λειτουργίας της αγοράς με την επιβολή πλαφόν στη χονδρεμπορική αγορά αλλά και την κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής, με την υποχρέωση των εταιρειών να δηλώνουν έναν μήνα πριν τις τιμές του επόμενου μήνα. Το συγκεκριμένο μοντέλο ξεκίνησε να εφαρμόζεται τον Ιούλιο. Αντίθετα, στο πρώτο εξάμηνο είχαμε την εφαρμογή εκ μέρους των εταιρειών προμήθειας της ρήτρας αναπροσαρμογής, η οποία μετέφερε 100% το ρίσκο της αγοράς στους καταναλωτές, οι οποίοι επωμίζονταν στο 100% τις αυξήσεις στη χονδρεμπορική αγορά. Για να γίνουν αντιληπτά τα μεγέθη από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο η διακύμανση της χονδρεμπορικής τιμής του ρεύματος στην προημερήσια αγορά του ενεργειακού χρηματιστηρίου κινήθηκε από τα 225 έως τα 272 ευρώ/MWh. Το αντίστοιχο διάστημα του 2021 οι τιμές του ρεύματος ήταν μεταξύ 50 και 64 ευρώ/MWh, δηλαδή μέσα σε ένα χρόνο έφτασαν να είναι έως και υπερπενταπλάσιες. Αυτή ακριβώς η δραματική αύξηση, μεταφέρθηκε στο ακέραιο στη λιανική του ρεύματος και στους καταναλωτές μέσω της περίφημης ρήτρας αναπροσαρμογής.
Ρηχή αγορά
Και βέβαια για τη δραματική αύξηση της χονδρεμπορικής τιμής του ρεύματος η κύρια ευθύνη βαραίνει τη σημαντική αύξηση στην τιμή του φυσικού αερίου, καθώς οι τιμές διαμορφώθηκαν από τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν το "γαλάζιο καύσιμο". Η ελληνική αγορά φυσικού αερίου χαρακτηρίζεται ως ρηχή, ενώ οι τιμές της διαμορφώνονται ex ante, δηλαδή με βάση τον μέσο όρο του προηγούμενου μήνα. Αυτό σημαίνει ότι οι ηλεκτροπαραγωγοί με φυσικό αέριο στην Ελλάδα φορτώνονται με επιπλέον κόστος καυσίμου σε σχέση με τις γειτονικές αγορές. Αντίθετα στις υπόλοιπες αγορές της Ευρώπης, οι τιμές του φυσικού αερίου διαμορφώνονται με βάση τη spot αγορά οπότε η όποια διακύμανση στην τιμή φαίνεται άμεσα. Ωστόσο λόγω του γεγονότος ότι υπάρχουν μακροχρόνια συμβόλαια, οι ηλεκτροπαραγωγοί είναι λιγότερο εκτεθειμένοι στη spot αγορά.
Άλλη εικόνα
Διαφορετική πάντως είναι η εικόνα εάν ληφθούν υπόψη και οι επιδοτήσεις που δίνονται από την κυβέρνηση και οι οποίες κατά το μεγαλύτερο ποσοστό χρηματοδοτούνται από το μηχανισμό ανάκτησης των υπερκερδών στην χονδρεμπορική ρεύματος καθώς και τους άλλους ειδικούς λογαριασμούς (ΑΠΕ, ΥΚΩ). Σύμφωνα με τη μηνιαία έρευνα που πραγματοποιεί ο HEPI για το μήνα Σεπτέμβριο, μεταξύ 33 πόλεων της Ε.Ε. η Αθήνα κατατάσσεται στη 16η θέση σε ό,τι αφορά τη δαπάνη για το ρεύμα. Η μέση τιμή της κιλοβατώρας στις πόλεις της Ε.Ε. διαμορφώθηκε στα 34,61 σεντς με την Αθήνα να βρίσκεται περίπου 5 σεντς χαμηλότερα, στα 29,52 σεντς.
Η τιμή της κιλοβατώρας στους οικιακούς καταναλωτές παραμένει σε χαμηλά επίπεδα εξαιτίας των υψηλών επιδοτήσεων που συνεχίζει να απολαμβάνει ο Έλληνας καταναλωτής. Οι υψηλότερες τιμές εντοπίζονται στο Άμστερνταμ (66,73 σεντς) την Κοπεγχάγη (66,1 σεντς) και το Ταλίν (59,28 σεντς). Σύμφωνα με το HEPI η μεγαλύτερη μηνιαία αύξηση καταγράφεται στην Στοκχόλμη (47%) γεγονός που αποδίδεται στην μείωση της αιολικής ενέργειας αλλά και στη συντήρηση των πυρηνικών μονάδων. Σημαντικές αυξήσεις εντοπίζονται στο Ταλίν (41%) και τη Ρήγα (33%).
Ακριβό το φυσικό αέριο
Ενώ στο ρεύμα η κατάσταση παραμένει ελεγχόμενη εξαιτίας των επιδοτήσεων, στο φυσικό αέριο οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν υψηλότερες τιμές έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Συγκεκριμένη η τιμή της κιλοβατώρας στην Αθήνα είναι η τέταρτη υψηλότερη μεταξύ των 33 πόλεων στα 27,68 σεντς. Ο μέσος όρος των 27 χωρών της Ε.Ε. είναι στα 17,62 σεντς ενώ στις 33 ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ο μέσος όρος είναι μικρότερος στα 16,32 σεντς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου